- τεκμήριο
- Όρος που δηλώνει στη νομική γλώσσα τη λογική κρίση κατά την οποία ξεκινώντας από ένα γνωστό γεγονός, δεχόμαστε την ύπαρξη ενός άγνωστου γεγονότος.
Τα τ. διακρίνονται σε νόμιμα και δικαστικά: στα πρώτα η λογική επαγωγή προκαθορίζεται από τον ίδιο τον νόμο, στα δεύτερα, αφήνεται στη δικαστική κρίση. Τα νόμιμα τ. διακρίνονται σε απλά και σε απόλυτα. Τα πρώτα απαλλάσσουν εκείνους, χάρη των οποίων έχουν συσταθεί, από το βάρος της απόδειξης αλλά αφήνουν στο άλλο μέρος την ευχέρεια να αποδείξει το αντίθετο. Τα δεύτερα δεν προσφέρουν τη δυνατότητα να αποδείξει το αντίθετο.
* * *το / τεκμήριον, ΝΜΑνεοελλ.1. γεγονός ή δεδομένο που παρέχει βάση για εξαγωγή συμπεράσματος, αποδεικτικό στοιχείο2. (νομ.) συμπέρασμα από ένα γνωστό για ένα άλλο, άγνωστο, πράγμα και, ιδιαίτερα, για αποδεικτέο γεγονός που συνάγει ο νόμος ή ο δικαστής από την απόδειξη άλλου συναφούς γεγονότος3. (οικον.) κριτήριο βάσει τού οποίου γίνεται ο προσδιορισμός τού τεκμαρτού εισοδήματος ενός φορολογουμένου, όπως είναι λ.χ. το καταβαλλόμενο ενοίκιο, γενικά οι δαπάνες διαβίωσης, η κατοχή επιβατικού αυτοκινήτου, σκάφους αναψυχής, κ.ά.4. τεχνολ. δεδομένο, στοιχείο5. φρ. α) «κατά τεκμήριον» — όπως συμπεραίνεται από ένα δεδομένο, όπως συνάγεται από τα πράγματαβ) «νόμιμα τεκμήρια»(νομ.) τεκμήρια για τα οποία ειδική διάταξη νόμου επιβάλλει ή επιτρέπει στον δικαστή συγκεκριμένο συμπέρασμα από τη διαπίστωση συγκεκριμένου γεγονότοςγ) «δικαστικά τεκμήρια»(νομ.) μη νόμιμα τεκμήρια, δηλαδή τεκμήρια που δεν στηρίζονται σε ειδική διάταξη νόμουδ) «αμάχητα τεκμήρια»(νομ.) νόμιμα τεκμήρια κατά τα οποία το συμπέρασμα τού δικαστή επιβάλλεται υποχρεωτικά, υπό την έννοια ότι αποκλείεται η ανταπόδειξη, δηλαδή η απόδειξη τού εναντίου, όπως είναι λ.χ. η δικαστική ομολογίαε) «μαχητά τεκμήρια»(νομ.) νόμιμα τεκμήρια κατά τα οποία το συμπέρασμα τού δικαστή επιβάλλεται, αλλά όχι αποκλειστικά, και για τα οποία ο θιγόμενος είναι ελεύθερος να επιχειρήσει ανατροπή τους με ανταπόδειξη αποδεικνύοντας ευθέως με άλλα αποδεικτικά μέσα το αντίθετο τού περιεχομένου τού τεκμηρίουστ) «τεκμήριο εμπορικότητας»(εμπορ. δίκ.) τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο κάθε πράξη τού εμπόρου θεωρείται ως γενομένη χάριν τής εμπορίας του και, κατά συνέπεια, είναι εμπορική και χρησιμοποιείται στην περίπτωση που μια πράξη κατ' εξοχήν αστική ενεργείται από έμπορο χάριν τής εμπορίας του για την επίλυση τού προβλήματος αυτούζ) «μουκιανό τεκμήριο»(νομ.) μαχητό τεκμήριο κυριότητας τών κινητών που βρίσκονται στη νομή ή στην κατοχή τού ενός ή και τών δύο συζύγων τα οποία ο νόμος θεωρεί υπέρ τών δανειστών καθενός από τους συζύγους ότι ανήκουν στον οφειλέτη σύζυγομσν.-αρχ.1. σημείο, γνώρισμα, σημάδι («τεκμήριον τῆς πρὸς ἡμᾱς φιλίας», Ισοκρ.)2. την απόδειξη, σε αντιδιαστολή προς το σημείο και προς το εικός*αρχ.σύμπτωμα νόσου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τεκμήριον έχει σχηματιστεί από το θ. τού αορ. τεκμήρ-ασθαι τού ρ. τεκμαίρομαι με κατάλ. -ιον].
Dictionary of Greek. 2013.